- Μιχαήλ Άγγελος
- I
Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου.1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος-13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Αγγέλου, εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαακίου B’ και Αλεξίου Γ’ και συγγενής των Κομνηνών - γι’ αυτό και Άγγελος Κομνηνός - ο Μ. μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας, έσπευσε στην Άρτα (1204 - 1214), και με τη συναίνεση του πληθυσμού ίδρυσε κράτος, που περιλάμβανε την Ήπειρο, Ακαρνανία και Αιτωλία με πρωτεύουσα την Άρτα. Δραστήριος και θαρραλέος, έβαλε σκοπό του τη διάσωση του ελληνισμού και την καταπολέμηση των Φράγκων, γι’ αυτό και το κράτος του έγινε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα αντίστασης εναντίον τους, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπισε με ανταγωνιστικό πνεύμα το άλλο αξιόλογο ελληνικό κράτος - την αυτοκρατορία της Νίκαιας - θεωρώντας τον εαυτό του, καθώς και την Εκκλησία του δεσποτάτου του, ανεξάρτητους από την ελληνική αυτή αυτοκρατορία. Το ανταγωνιστικό αυτό πνεύμα - που δυστυχώς ήταν αμοιβαίο - στάθηκε γενικά επιζήμιο για τις ελληνικές επιδιώξεις κατά τη διάρκεια των αγώνων για την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Διατηρώντας τον χαρακτήρα της βυζαντινής διοίκησης, ο Μ.Ά. φρόντισε να ενισχύσει τη στρατιωτική δύναμη του κράτους του, που περιστοιχιζόταν από εχθρούς (τους Βουλγάρους στα Β, το φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης στα Α, τους Βενετούς στα Δ, που διεκδικούσαν τις ηπειρωτικές ακτές, οι οποίες κατά τη διανομή της αυτοκρατορίας τους είχαν παραχωρηθεί). Η εποχή της δεσποτείας του χαρακτηρίζεται από τους αγώνες του εναντίον των Φράγκων της Πελοποννήσου στην οποία επεδίωξε να επιβάλει την κυριαρχία του εναντίον του Λατίνου αυτοκράτορα και εναντίον των Βενετών. Έτσι, συγκρούστηκε, χωρίς επιτυχία, με τους Φράγκους κατακτητές της Πελοποννήσου το 1205 στον ελαιώνα του Κούντουρου, ενώ μετά τον θάνατο του Λέοντα Σγουρού (1208), ηγεμόνα της Κορίνθου, του Άργους και του Ναυπλίου, παρόλο που έγινε κύριος της ηγεμονίας του, δεν κατάφερε τελικά να τη διατηρήσει· το 1210 οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κόρινθο και λίγο αργότερα το Ναύπλιο· με την κατάληψη του Άργους (1212) έληξε η κυριαρχία του δεσποτάτου στην Πελοπόννησο. Οι περιπτώσεις της αντιμετώπισης του Λατίνου αυτοκράτορα καθώς και της Βενετίας είναι πολυπλοκότερες· ο αγώνας διεξαγόταν παράλληλα στο πολεμικό και στο διπλωματικό πεδίο. Πριν αντιμετωπίσει τον αυτοκράτορα (1210), στον οποίο ένα χρόνο πριν είχε δώσει όρκο υποτέλειας, ο Μ. αναγνώρισε την επικυριαρχία της Βενετίας, στην οποία υποσχέθηκε ετήσιο φόρο και παραχώρησε προνόμια. Ύστερα από σκληρό αγώνα με τον Λατίνο αυτοκράτορα και τις διαπραγματεύσεις, που διάφοροι κίνδυνοι υπαγόρευαν και στις δύο παρατάξεις, ο Μ. συγκρούστηκε με τους Βενετούς (1212) με αποτέλεσμα πριν από τη δολοφονία του (1214) να πέσουν στα χέρια του και το Δυρράχιο και η Κέρκυρα - δύο θέσεις για τις οποίες ιδιαίτερα παλεύουν οι Βενετοί και το δεσποτάτο.2. Μ. Β’ Ά. Κομνηνός (13ος αι.). Δεσπότης της Ηπείρου (1236 - 1266). Μετά την ήττα του Θεόδωρου Άγγελου Κομνηνού - αδελφού του ιδρυτή του δεσποτάτου Μιχαήλ A’ - στη μάχη της Κλοκοτινίτσας (1230) και τον περιορισμό του εκτεταμένου του κράτους στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλία και Ήπειρο, ο αδελφός και διάδοχός του Μανουήλ, βασίλευε στη Θεσσαλονίκη με πολύ μειωμένη δύναμη. Τότε ο παραγκωνισμένος γιος του Μιχαήλ A’, Μιχαήλ, του οποίου τα δικαιώματα είχε καταπατήσει ο Θεόδωρος με την πρόφαση πως ήταν νόθος, απέσπασε από τον Μανουήλ, ύστερα από αιφνιδιαστική επιχείρηση, τις πατρικές του κτήσεις, Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία και μέρος της Θεσσαλίας και ίδρυσε ένα νέο δεσποτάτο της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ B’, προσωπικότητα ανήσυχη, άστατη και ακόλαστη - χτυπητή αντίθεση με τη γυναίκα του Θεοδώρα Πετρολίφα, που η Εκκλησία έχει κατατάξει στη χορεία των αγίων - συγκρούστηκε επανειλημμένα με τους αυτοκράτορες της Νίκαιας, συνθηκολόγησε μαζί τους και αθέτησε τις συνθήκες. Κατά τη διάρκεια των πολέμων αυτών εμφανίστηκε στα πράγματα της Ανατολής ο βασιλιάς της Σικελίας, Μαμφρέδης, νόθος γιος του αυτοκράτορα της Δύσης Φρειδερίκου B’, που κυρίευσε τα δυτικά παράλια της Ηπείρου. Η συμμαχία του Μ. με τον Μαμφρέδη και τον Φράγκο ηγεμόνα της Πελοποννήσου Γουλιέλμο B’ Βιλλεαρδουίνο - που ενισχύθηκε από τον γάμο των δύο ηγεμόνων με τις δύο κόρες του Μ. - έκανε τον δεσπότη ισχυρό και αγέρωχο απέναντι στον αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ H’ Παλαιολόγο, που του έστειλε πρεσβεία με ευνοϊκές προτάσεις. Η απόρριψη των προτάσεων του αυτοκράτορα οδήγησε σε αιφνιδιαστική επίθεση του αυτοκρατορικού στρατού εναντίον του Μ. ο οποίος, παρόλη τη βοήθεια των γαμπρών του, υπέστη μεγάλη ήττα στη μάχη της Πελαγονίας (1259). Στρατός του αυτοκράτορα κατέλαβε την Άρτα, ενώ ο Μ. με την οικογένειά του εγκατέλειψε προσωρινά την Ήπειρο, αλλά ξαναγύρισε αργότερα και, ύστερα από αγώνα, ανακατέλαβε την Άρτα και το υπόλοιπο δεσποτάτο. Το 1260, αφού ενισχύθηκε με στρατό από τον Μαμφρέδη, συνέχισε με επιτυχία τον αγώνα εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού στη Θεσσαλία. Οι επιχειρήσεις διακόπηκαν από επανειλημμένες απόπειρες συμβιβασμού, που τελικά κατέληξαν σε φιλική συνεννόηση με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ και σε γάμο του γιου του M., Νικηφόρου, με την ανιψιά του αυτοκράτορα, Άννα Παλαιολογίνα Κομνηνή. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Μαμφρέδη στη μάχη του Μπενεβέντου (1266) και την αιχμαλωσία της γυναίκας του Ελένης, ο M. πέθανε ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τις ελληνικές κτήσεις του Μαμφρέδη - προίκα της κόρης του Ελένης.II(Καπρέζε, Αρέτσο 1475 – Ρώμη 1564). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός ο περίφημος Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας Μικελάντζελο Μπουοναρότι (Michelangelo Buonarroti). Όπως βεβαιώνουν ο Βαζάρι και ο Κοντίβι, φανέρωσε από μικρός την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα. Το 1488 μαθήτευσε στο εργαστήριο του Γκιρλαντάιο όπου διδάχτηκε τα πρώτα στοιχεία του σχεδίου και της νωπογραφίας, φαίνεται όμως ότι επηρεάστηκε περισσότερο από τον Φραντσέσκο Γκρανάτσι. Πολύ νέος άρχισε να συχνάζει στον κήπο του Αγίου Μάρκου των Μεδίκων και έμαθε από τον Μπερτόλντο την τεχνική της γλυπτικής.Στην αυλή του Λορέντζο των Μεδίκων γνώρισε τον Πολιτσιάνο, που τον μύησε στις ιδέες της Πλατωνικής Ακαδημίας του Φιτσίνο. Στην αρχή της γλυπτικής του δραστηριότητας (ο ίδιος πάντοτε θεωρούσε τον εαυτό του γλύπτη) τοποθετούνται η «Παναγία της Κλίμακος», μνημειακό χαμηλό ανάγλυφο, και η «Μάχη των Κενταύρων», ταραγμένη σύνθεση γυμνών που προβάλλουν από το βάθος. Στην περίοδο της επαφής του με τον Σαβοναρόλα φαίνεται ότι ανήκει ο ξύλινος Εσταυρωμένος που έχει πρόσφατα ταυτιστεί με τον Εσταυρωμένο του ιεροφυλακίου της εκκλησίας του Αγίου Πνεύματος. Τον Οκτώβριο του 1494 ο Μ. έφυγε από τη Φλωρεντία και πήγε στη Βενετία και στην Μπολόνια, όπου συμπλήρωσε τη Λάρνακα του Αγίου Δομηνίκου με τρία μικρά αγάλματα (ενός «Αγγέλου», του «Αγίου Πετρωνίου» και του Αγίου Πρόκλου») εμπνευσμένα από τον Γιάκοπο ντέλα Κουέρτσια. Επιστρέφοντας στη Φλωρεντία κατασκεύασε ένα άγαλμα του Έρωτα και επειδή κάποιος το πούλησε στον καρδινάλιο Ριάριο ως αρχαίο έργο, ο Μ. αναγκάστηκε να πάει στη Ρώμη για να δικαιολογηθεί. Εκεί (1496 - 1501) μελέτησε τα αρχαία γλυπτά και κατασκεύασε τον «Βάκχο» και την «Πιετά» (Άγιος Πέτρος). Ο «Βάκχος», αν και εμπνέεται από κλασικά πρότυπα στον απαλό πλασμό, καινοτομεί με την ασταθή στάση του. Η «Πιετά», που έχει συντεθεί με μεγάλη λεπτότητα, εκφράζει την αποδοχή της θέλησης του Θεού. Στα φλωρεντινά έργα της περιόδου 1501 - 1505, ο Μ. επηρεάζεται από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, η έκφρασή του γίνεται αυστηρή και μνημειακή και οι λεπτομέρειες υποτάσσονται στο σύνολο. Η τριγωνική σύνθεση του Λεονάρντο χρησιμοποιείται στα μαρμάρινα κυκλικά ανάγλυφα, τα ονομαζόμενα «τόντι» (tondi) («Η Παναγία της Μπριζ», Η «Παναγία με το Βρέφος και τον μικρό Άγιο Ιωάννη», Φλωρεντία, Πινακοθήκη Πίττι), αλλά ο σύνθετος πλασμός και οι πλατειές φόρμες προμηνύουν τον «Δαβίδ». Στο Τόντο Ντόνι με την «Αγία Οικογένεια», ζωγραφισμένο για τους γάμους του Άνιολο Ντόνι, το σύμπλεγμα, διατεταγμένο σε τολμηρή σπείρα, αναδεικνύεται με την αποφασιστικότητα των περιγραμμάτων και καταλαμβάνει με τέτοιον τρόπο τον κυκλικό χώρο ώστε να φαίνεται ότι αποτελεί το φυσικό του όριο. Αμέσως μετά τοποθετούνται τα δύο αγαλματίδια του «Αγίου Πέτρου» και του «Αγίου Παύλου» για την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου Πικολόμινι της μητρόπολης της Σιένας και ο μαρμάρινος «Δαβίδ» με τη στατική αλλά γεμάτη ένταση στάση του, εμπνευσμένος από τον τύπο του Ηρακλή των αρχαίων σαρκοφάγων, που συνδυάζει τη δύναμη και τον θυμό. Η δεξιοτεχνία του Μ. στην απόδοση του γυμνού σε κίνηση πρέπει να είχε φτάσει στο ύψιστο σημείο στο χαμένο προσχέδιο «Μάχη της Κασίνα».Το 1505 ο πάπας Ιούλιος B’, προτρεπόμενος ίσως από τον Τζουλιάνο ντα Σανγκάλα κάλεσε τον Μ.-Ά. στη Ρώμη για να του αναθέσει την εκτέλεση του ταφικού του μνημείου, που θα τοποθετούσε στο κέντρο της νέας βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ο Μ. συνέλαβε το σχέδιο για ένα μεγαλοπρεπές θριαμβευτικό μαυσωλείο ελεύθερο στο χώρο, κατανεμημένο σε τρεις επάλληλες ζώνες με αλληγορικά αγάλματα ενσωματωμένα στην αρχιτεκτονική κατασκευή, που συμβόλιζαν τη θέση του ανθρώπου στη γη και την απελευθέρωση της ψυχής από τα γήινα δεσμά της. Τη σύνθεση θα έστεφε η σαρκοφάγος του ποντίφικα, τοποθετημένη στην κορυφή. Απήχηση της αρχικής σύλληψης των αλληγορικών μορφών αποτελεί ο «Άγιος Ματθαίος», έργο εκτελεσμένο περί το 1506 για τη μητρόπολη της Φλωρεντίας με «αφαιρέσεις» των περιττών τμημάτων του μαρμάρινου όγκου. Η ατέλειωτη αυτή μορφή, με τη συστροφή του σώματος και το πονεμένο πρόσωπο, έχει βαθιά εκφραστικότητα. Η εκτέλεση του μνημείου συνάντησε δυσκολίες (ο ίδιος ο πάπας διέκοψε τις εργασίες, επειδή είχε αρχίσει την ανοικοδόμηση του Αγίου Πέτρου) και πολλές φορές το αρχικό σχέδιο τροποποιήθηκε.Μετά τον θάνατο του Ιουλίου B’ o M., με την έγκριση των εκτελεστών της διαθήκης του, δημιούργησε τους «Δεσμώτες» για την κατώτερη ζώνη, αλληγορικά αγάλματα της φυλακισμένης στο σώμα ψυχής, και τον «Μωυσή», που τοποθετήθηκε το 1542-45 κατά την οριστική εγκατάσταση του μνημείου, στην εκκλησία του Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι. Το άγαλμα, εκτελεσμένο για να τοποθετηθεί ψηλά και να βλέπεται από κάτω, εκφράζει τον θυμό ενός εκλεκτού πνεύματος και ερμηνεύτηκε σαν αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη, την εποχή της διένεξής του με τον ποντίφικα. Γύρω στο 1532-34 ο Μ. ελπίζοντας ακόμα ότι θα τελείωνε τον τάφο που είχε ήδη μετατραπεί σε θρησκευτικό μνημείο ακουμπισμένο στον τοίχο, σκάλισε τους τέσσερις «Σκλάβους», που τοποθετήθηκαν αργότερα στο Μπόμπολι και βρίσκονται σήμερα στην Ακαδημία της Φλωρεντίας. Οι μορφές, εκτελεσμένες με τη μέθοδο της «αφαίρεσης» των περιττών τμημάτων του μαρμάρου και της αναζήτησης στο εσωτερικό του όγκου του υλικού της συνθετικής διάρθρωσης των μαζών, μοιάζουν να απελευθερώνονται με δυσκολία από το βάρος του μαρμάρου.Το 1508 συμφιλιώθηκε στην Μπολόνια με τον πάπα Ιούλιο B’ και δέχθηκε να διακοσμήσει τον θόλο της Καπέλα Σιστίνα. Στο σχέδιο του έργου, αντίθετα, από τη συνηθισμένη μέθοδο της ψευδαισθητικής απόκρυψης του βάρους και της καμπύλης του τοιχώματος, ο Μ. τόνισε την καμπύλη και το βάρος του θόλου με γιγαντιαίες μορφές και αρχιτεκτονικά στοιχεία. Με αυτόν τον τρόπο αναδείκνυε την πραγματική καμπυλότητα και δημιουργούσε ένα ενιαίο σύστημα κατασκευής και διακόσμησης με τέτοιο τρόπο ώστε η αρχιτεκτονική να εξαίρει την απομόνωση και την πλαστική ζωτικότητα των μορφών, ενώ ταυτόχρονα οι μορφές ζωντάνευαν την αρχιτεκτονική. Επαναλαμβάνοντας τον παραλληλισμό Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, που αναπτυσσόταν στις νωπογραφίες του 15ου αι. των κάθετων τοίχων, απεικόνισε σε τρεις ζώνες τις «Ιστορίες της Γένεσης» και του «Προπατορικού Αμαρτήματος», τους «Προφήτες» και τις «Σίβυλλες». Το κοπιαστικό έργο τελείωσε χωρίς βοηθούς το 1512. Οι πρώτες σκηνές (όπως η «Μέθη του Νώε», ο «Κατακλυσμός», «Ιουδίθ και Ολοφέρνης» κ.ά.) με τα σκληρά τους περιγράμματα που δίνουν στις μορφές όψη αναγλύφων, θυμίζουν τα νεανικά του έργα. Στις επόμενες σκηνές υπάρχει μια απλοποίηση των μορφών και εμβάθυνση στους τρόπους σύνθεσης τους, μια πλατύτερη όραση και ολοκληρωτική απομάκρυνση από το αναλυτικό πνεύμα. Ιδιαίτερα στα γυμνά, στους «Προφήτες» και στις «Σίβυλλες», η αντιστοιχία με τα ισχυρά αρχιτεκτονικά στοιχεία καταλήγει στην ισορροπία στάσης και κίνησης, που δημιουργεί την αίσθηση του «τρομακτικού» μέσα στην ηρεμία.Αν και πικραμένος για τη διάλυση του συμβολαίου για την κατασκευή της πρόσοψης του Αγίου Λαυρεντίου, (1520), ο Μ. δέχτηκε να διαρρυθμίσει για τον Κλήμεντα Z’ το παρεκκλήσιο των Μεδίκων στον Άγιο Λαυρέντιο. Η επέμβαση του στην αρχιτεκτονική του νέου ιεροφυλακίου περιορίστηκε στον τρούλο και στη διάταξη των εσωτερικών τοίχων στους οποίους ακολούθησε το σχέδιο του παλιού ιεροφυλακίου του Μπρουνελέσκι, αλλά πρόσθεσε τις κόγχες για τους τάφους του Λαυρεντίου των Μεδίκων και του Ιουλιανού του Νεμούρ και τα ημικυκλικά παράθυρα για να δώσει ύψος. Ο Μ. δημιούργησε έτσι το πρώτο ταφικό παρεκκλήσιο με την έννοια της ανεξάρτητης μονάδας. Οι τάφοι είναι ενσωματωμένοι στην αρχιτεκτονική και τα γλυπτά συνδυάζουν την ειδωλολατρική αντίληψη για τη μεταθανάτια ζωή, με τη χριστιανική. Το πνεύμα του καλλιτέχνη φαίνεται να κατέχεται από την ιδέα του θανάτου. Τα αλληγορικά γλυπτά (και η «Παναγία με το Βρέφος», η «Ημέρα» και η «Νύχτα», η «Αυγή» και το «Δειλινό») με τις συστροφές των σωμάτων που διαταράσσουν τη μορφολογική ηρεμία, εισάγουν νέες ψυχολογικές αξίες. Το έργο σταμάτησε μετά τη δήωσή του 1527 και τις πολιτικές περιπέτειες που ακολούθησαν, και συμπληρώθηκε το 1534. Το ώριμο ύφος του Μ. εξηγείται σε σχέση με τη θρησκευτική του τοποθέτηση, ως έκφραση πνευματικότητας και ατομικής εξομολόγησης. Έτσι δικαιολογείται η εγκατάλειψη του ιδεώδους του σωματικού κάλους και η δημιουργία νέων μορφών, που προμηνύουν τον μανιερισμό.Ο πάπας Παύλος Γ’ του ανάθεσε την κατασκευή της τοιχογραφίας της «Δευτέρας Παρουσίας» στην Καπέλα Σιστίνα (1536 - 41). Το όραμα μιας ανθρωπότητας που είναι έρμαιο των δυνάμεων του σύμπαντος και στροβιλίζεται σ’ έναν άπειρο χώρο γύρω από τη μορφή του Χριστού, αναπαριστάι το εσχατολογικό δράμα της ανθρωπότητας αλλά και το ατομικό δράμα του Μ. (ζωγράφισε τον εαυτό του με τη μορφή του Αγίου Βαρθολομαίου). Το χρώμα έχει σκόπιμα περιοριστεί σχεδόν σε δύο μονάχα τόνους, τον καστανό και το βαθυκύανο. Από το 1542 έως το 1550 ζωγράφισε στην Καπέλα Παολίνα του Βατικανού τη «Μεταστροφή του Αγίου Παύλου» και τη «Σταύρωση του Αγίου Πέτρου» με απαλότερους και ενιαίους χρωματισμούς. Την εποχή της «Δευτέρας Παρουσίας» ο Μ. συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τη Βιτόρια Κολόνα. Το θέμα της «Πιετά» που επανέλαβε αρκετές φορές σ’ αυτήν την περίοδο («Πιετά» της Παλεστρίνα, «Πιετά» της μητρόπολης της Φλωρεντίας, «Πιετά» Ροντανίνι) φανερώνει την προσήλωσή του στο θρησκευτικό πνεύμα, το οποίο είχε αναπτυχθεί στην εποχή του ουμανισμού. Το δράμα περιορίζεται στο ουσιώδες και οι μορφές, μόλις σχεδιασμένες στο μάρμαρο με ευθύγραμμα και γωνιώδη επίπεδα, εκφράζουν την πνευματικότητα και την απάρνηση του γήινου στοιχείου.Τα αρχιτεκτονικά έργα του M., κατασκευασμένα σχεδόν όλα στην τελευταία περίοδο της ζωής του, είναι στην ουσία γλυπτικά επινοήματα. Οι δυναμικές μάζες τους δεν ακολουθούν τους παραδοσιακούς κανόνες των μαθηματικών και του Βιτρούβιου. Ακόμα και όταν συνδέει τα κτίρια με τη φλωρεντινή αρχιτεκτονική του 15ου αι. και τη διχρωμία της (όπως στο νέο ιεροφυλάκιο και στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη που διαρρυθμίστηκε το 1526), ο Μ. δημιουργεί στενούς χώρους διακοσμημένους με κόγχες και κίονες, «φυλακισμένους» στους τοίχους σαν αγάλματα που τονίζουν τον πλαστικό χαρακτήρα της κατασκευής. Το 1546 ο πάπας Παύλος Γ’ του εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση των εργασιών του Αγίου Πέτρου, τη συμπλήρωση του μεγάρου Φαρνέζε και τη διαρρύθμιση της πλατείας του Καπιτωλίου. Τα αρχιτεκτονικά έργα της Ρώμης (στα οποία ανήκουν ακόμα τα σχέδια του Αγίου Ιωάννου των Φλωρεντινών του 1559 και της αυλής του Μπελβεντέρε, η μετατροπή του tepidarium των θερμών του Διοκλητιανού στην εκκλησία της Παναγίας των Αγγέλων, το σχέδιο για το παρεκκλήσιο Σφόρτσα στη Σάντα Μαρία Ματζόρε και το σχέδιο της Πόρτα Πΐα που εκτελέστηκε μετά το 1561) διαφέρουν από εκείνα της Φλωρεντίας, για την απλοποίηση των μαζών και τις γιγαντιαίες διαστάσεις τους. Στον Άγιο Πέτρο ο Μ. διατήρησε το ενιαίο επιβλητικό περίκεντρο σχέδιο του Μπραμάντε, στερέωσε τους πεσσούς στήριξης του τρούλου και πρόσθεσε στους εξωτερικούς τοίχους τη σειρά των κολοσσιαίων πεσσών. Ο τρούλος (το εξωτερικό του κέλυφος εκτελέστηκε από τον Τζοβάνι ντέλα Πόρτα) του οποίου το εσωτερικό κέλυφος είναι σαν ένα σύστημα δυνάμεων με κατεύθυνση από το κέντρο προς τις αψίδες και το εξωτερικό, μια μάζα διατρεχόμενη από ανιούσες δυνάμεις που ξεκινούν από το σύστημα των διπλών κιόνων, δίνει την εντύπωση ότι προσελκύει προς αυτόν όλον τον όγκο του κτιρίου. Από το σχέδιο της διαρρύθμισης της πλατείας του Καπιτωλίου με τα τρία συμμετρικά κτίρια σε τραπεζοειδή διάταξη γύρω από την ωοειδή πλατεία, ο Μ.Ά. πρόλαβε να αρχίσει μόνο το Παλάτσο ντέι Κονσερβατόρι.
Η διακόσμηση του θόλου της Καπέλα Σιστίνα, που είχε παραγγείλει στον Μιχαήλ Άγγελο ο πάπας Ιούλιος Β’, εκτελέστηκε από το 1508 έως το 1512. Το έργο συνεχίστηκε αργότερα, στην περίοδο του πάπα Παύλου Γ’? τότε δημιούργησε ο καλλιτέχνης τη μεγάλη τοιχογραφία της «Δευτέρας Παρουσίας», η οποία άρχισε το 1536 και ολοκληρώθηκε το 1541 (Καπέλα Σιστίνα, Βατικανό).
Τμήμα της «Παναγίας της Κλίμακας» του Ιταλού ζωγράφου, γλύπτη και αρχιτέκτονα της Αναγέννησης Μιχαήλ Άγγελου(Σπίτι του Μιχαήλ – Άγγελου, Φλωρεντία).
Τμήμα της κεντρικής κλίμακας της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας, που εκτελέστηκε από τον Μπαρτολομέο Αμανάτι σε σχέια του Μιχαήλ Αγγέλου.
Dictionary of Greek. 2013.